ευχαριστημένος

ευχαριστημένος
η , ο[ν] довольный, удовлетворённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ευχαριστημένος" в других словарях:

  • ευχαριστημένος — η, ο βλ. ευχαριστώ …   Dictionary of Greek

  • στέργω — ΝΜΑ, και στρέ(γ)ω Ν 1. αποδέχομαι κάτι, συγκατατίθεμαι σε κάτι, ανέχομαι, υπομένω κάτι (α. «μέ κυνηγάει γιατί δεν έστερξα να υποταχθώ στις θελήσεις του» β. «στέρξω... τῇ ἐμῇ τύχη», Πλάτ.) 2. παροιμ. φρ. «στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα… …   Dictionary of Greek

  • ευδοκώ — (ΑΜ εὐδοκῶ, έω) αποδέχομαι, συγκατατίθεμαι, αποφασίζω να κάνω κάτι («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῡναι ὑμῑν τὴν βασιλείαν», ΚΔ) νεοελλ. 1. ειρων. συγκατατίθεμαι να κάνω κάτι ύστερα από πολλή δυσκολία («ο ταμίας ευδόκησε να μού δώσει τον μισθό μου») 2 …   Dictionary of Greek

  • ηδύς — εία, ύ (Α ἡδύς, δωρ. τ. ἁδύς, εῑα, ύ, στον Όμ. το θηλ. και ἡδύς [μόνο μία φορά], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. ἁδέα) 1. γλυκός, ευχάριστος στις αισθήσεις, κυρίως στη γεύση, στην όσφρηση και στην ακοή («ἡδύ δεῑπνον», Ομ. Οδ.) 2. (κατ επέκτ. και για… …   Dictionary of Greek

  • καλοκαρδίζω — (Μ καλοκαρδίζω) [καλόκαρδος] 1. (μτβ.) κάνω κάποιον χαρούμενο, ευτυχισμένο 2. (αμτβ.) χαίρομαι, είμαι ευχαριστημένος, ευθυμώ 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοκαρδισμένος, η, ο(ν) χαρούμενος, ευχαριστημένος, ευτυχισμένος νεοελλ. (με ειρωνική… …   Dictionary of Greek

  • υπερευδοκούμαι — έομαι, ΜΑ (αποθ.) είμαι πολύ ευχαριστημένος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + εὐδοκοῦμαι «είμαι ευχαριστημένος»] …   Dictionary of Greek

  • χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… …   Dictionary of Greek

  • ευχαριστιέμαι — ευχαριστιέμαι, ευχαριστήθηκα, ευχαριστημένος βλ. πίν. 59 Σημειώσεις: ευχαριστούμαι, ευχαριστιέμαι : η μτχ. ευχαριστημένος κυρίως ως επίθετο (→ αυτός που δείχνει ευχαρίστηση) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ευχαριστούμαι — ευχαριστούμαι, ευχαριστήθηκα, ευχαριστημένος βλ. πίν. 74 και πρβλ. ευχαριστιέμαι Σημειώσεις: ευχαριστούμαι, ευχαριστιέμαι : η μτχ. ευχαριστημένος κυρίως ως επίθετο (→ αυτός που δείχνει ευχαρίστηση) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • άμεμπτος — η, ο (Α ἄμεμπτος, ον) [μεμπτός] (με παθητική σημασία) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν μεμφθεί, να τόν κατηγορήσει, ανεπίληπτος, αψεγάδιστος αρχ. 1. ο τέλειος στο είδος του 2. (με ενεργητική σημασία) αυτός που δεν μέμφεται, δεν κατηγορεί, δεν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»